κάνω  παρέα

κάνω  παρέα
cе  дружам

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β …   Dictionary of Greek

  • περιπατώ — και περπατώ περ(ι)πάτησα 1. πηγαίνω με τα πόδια, πεζοπορώ, περιφέρομαι, βαδίζω: Περ(ι)πατήσαμε δύο ώρες, ώσπου να φτάσουμε στον προορισμό μας. 2. κάνω περίπατο: Περ(ι)πάτησα, να πάρω λίγο αέρα. 3. ως μτβ., συνοδεύω, κάνω παρέα, οδηγώ,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εταιρώ — ἑταιρῶ, έω (Α) [εταίρος] 1. κάνω παρέα με κάποιον 2. (για μικρά αγόρια ή κορίτσια) επιδίδομαι με πληρωμή σε ασελγείς πράξεις, ζω βίο πορνικό, έχω εραστή («οὐκέτι φαίνεται μόνον ἡταιρηκώς, ἀλλὰ καὶ πεπορνευμένος», Αισχίν.) 3. φρ. «φιλία ἑταιροῡσα» …   Dictionary of Greek

  • προσομιλώ — έω ΜΑ [ὁμιλῶ] μιλώ ενώπιον ακροατηρίου, εκφωνώ λόγο, αγορεύω μσν. εκτίθεμαι κάπου («προσομιλῶν ἀεὶ οἶνος ἀέρι», Γεωπ.) αρχ. 1. συναναστρέφομαι κάποιον, κάνω παρέα με κάποιον («κακοῑσι... μὴ προσομίλει ἀνδράσιν», Θέογν.) 2. συνομιλώ με κάποιον,… …   Dictionary of Greek

  • συναναστρέφομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. συναναστρέφω ΜΑ έχω σχέσεις με κάποιον, συναντώμαι συχνά και φιλικά με κάποιον, κάνω παρέα (α. «συναναστρέφεται με καλό κόσμο» β. «τοῑς τηλικούτοις ἐρασταὶ τῶν εὐδοκίμων νέων συνανεστρέφοντο», Πλούτ.) μσν. αρχ. μέσ. (σχετικά με… …   Dictionary of Greek

  • συντροφεύω — και συντροφιάζω συντρόφεψα και συντρόφιασα, συντροφεμένος 1. είμαι σύντροφος κάποιου, του κάνω παρέα: Κάθεται στο σπίτι και συντροφεύει τους γονείς της. 2. πάω μαζί με κάποιον: Τον συντρόφευε η σύζυγός του σ αυτό το ταξίδι. 3. συνεταιρίζομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσαγκός — ή, ό 1. ταγκός (βλ. λ.). 2. άνθρωπος δύστροπος, δύσκολος, ασυμβίβαστος: Δεν τον κάνω παρέα, είναι τσαγκός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποκείμενο — το 1. αυτό για το οποίο πρόκειται, το θέμα, το προκείμενο, το αντικείμενο: Το 1821 είναι το υποκείμενο της ομιλίας του. 2. πρόσωπο, άτομο (ειρωνικά ή χλευαστικά): Δεν κάνω παρέα με υποκείμενα. 3. συντακτικός όρος της πρότασης, που φανερώνει αυτό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • βρίσκω — και βρέσκω (AM εὑρίσκω) 1. συναντώ κάποιον ή κάτι που ζητούσα, ανταμώνω 2. ανακαλύπτω κάτι χαμένο 3. φθάνω σ αυτό που επιδίωκα 4. ανακαλύπτω τυχαία, συναντώ κατά τύχη 5. εφευρίσκω, επινοώ, μηχανεύομαι 6. έχω από παράδοση, αποκτώ από κληρονομιά 7 …   Dictionary of Greek

  • κοπάνα — η 1. μεγάλος κόπανος 2. είδος πηλοφοριού με το οποίο μεταφέρουν τη λάσπη οι κτίστες 3. σκάφη για πλύσιμο 4. φρ. «τήν κάνω κοπάνα» φεύγω κρυφά ή απουσιάζω αδικαιολόγητα, τό σκάζω (α. «έκανα πολλές κοπάνες από το σχολείο στην έκτη γυμνασίου» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”